- ανειλικρίνεια
- ηέλλειψη ειλικρίνειας, υποκρισία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ειλικρίνεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Φαρσή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανειλικρίνεια — η έλλειψη ειλικρίνειας, δολιότητα: Έχω απόλυτα βεβαιωθεί για την ανειλικρίνειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
διπλοπροσωπία — η 1. η ιδιότητα τού διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια 2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
διπλόη — η (AM διπλόη) [διπλούς] 1. πτυχή, κοίλωμα 2. το μέρος τής ραφής τών οστών τού κρανίου, η εντομή τού κρανίου αρχ. μσν. υποκρισία, ανειλικρίνεια αρχ. 1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών) 2. (για χρησμό) ασάφεια,… … Dictionary of Greek
διπροσωπία — η (Μ διπροσωπία) [διπρόσωπος] δολιότητα, ανειλικρίνεια, πανουργία νεοελλ. τερατώδης διάπλαση η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κορμό και δύο κεφάλια συνενωμένα ώστε να εμφανίζονται δύο πρόσωπα … Dictionary of Greek
κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… … Dictionary of Greek
Σκόκος, Αντώνιος — Έλληνας πιανίστας και μουσικοπαιδαγωγός (Αθήνα 1896 Παρίσι 1951). Γιος του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Σκόκου, σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών με το Λουδοβίκο Βασενχόβεν και, μετά την αποφοίτηση του, το 1920, συμπλήρωσε τις σπουδές του, αρχικά στο… … Dictionary of Greek
δολιότητα — η η ιδιότητα του δολίου, η ανειλικρίνεια, η πανουργία: Ο συνάδελφός μου συμπεριφέρθηκε με δολιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιβδηλία — η 1. ηιδιότητα του κίβδηλου, πλαστότητα, νοθεία: Πιάστηκε για κιβδηλία χαρτονομισμάτων. 2. δολιότητα του χαρακτήρα, ανειλικρίνεια: Η κιβδηλία του δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)